Λένε ότι την ημέρα που ο Γιώργος Μαζωνάκης γεννήθηκε δεν έκλαψε αλλά τραγούδησε με τον δικό του τρόπο για πρώτη φορά ενώ στις αλάνες της Νίκαιας που μεγάλωσε δεν ήθελε από μικρός να κλωτσήσει την πέτσινη μπάλα μαζί με τα άλλα παιδιά γιατί τον απωθούσε.
«Έμπαινα με το ζόρι στο γήπεδο, σε μια περιοχή όπου παίζανε πολύ ποδόσφαιρο. Εγώ δεν το κατάλαβα ποτέ αυτό το πράγμα» θα πει χρόνια αργότερα ίσως επειδή από τα πέντε του μόλις χρόνια ήξερε τι ήθελε να γίνει.Όποιος και αν τον ρώταγε τι ήθελε να κάνει στην ζωή του όταν μεγαλώσει εισέπραττε την ίδια απάντηση. «Ηθοποιός η τραγουδιστής.Σε μια μεταπολιτευτική Ελλάδα που προσπαθεί να συνέρθει από την εφταετία, οι γονείς του Μαζώ δεν αντιλαμβάνονται ότι ο κανακάρης τους θέλει να κάνει καριέρα στην πολύπαθη αλλά σαφώς πιο αθώα τότε ελληνική σόου μπιζ.
Εκείνοι θέλουν να τον κάνουν καλό άνθρωπο, να έχει τρόπους και να μαθαίνει από την ζωή ο μικρός όμως ακούει Καζαντζίδη και «πονάει», ακούει Διονυσίου και συγκλονίζεται. «Τελικά ήμουν ταμένος γι’ αυτό» παραδέχεται χρόνια μετά.
Στο σχολείο δεν αδιαφορεί, αλλά δεν είναι και το καλύτερό του. «Ήμουν μέτριος μαθητής» μου είπε όταν συναντηθήκαμε και αμέσως θέλησε να το πάρει πίσω όχι για κάποιο άλλο λόγο αλλά επειδή ποτέ δεν του άρεσε η συγκεκριμένη λέξη.
«Δεν ήμουν καλός» ήταν η φράση που προτιμούσε, ίσως επειδή ήθελε πάντα να είναι μακριά από τις μετριότητες σε ότι κι αν έκανε, ειδικά από την στιγμή που καταπιάστηκε με το τραγούδι.
Από το σανίδι στο πάλκο.
Με τους έρωτες αντίθετα καταπιάστηκε μέχρι να τελειώσει το σχολείο.
«Ερωτεύτηκα αρκετές φορές στη ζωή μου μέχρι να τελειώσω το σχολείο» συμπληρώνει με νόημα. «Μετά το έκοψα γιατί έρωτας τελικά είναι η ανάγκη σου. Είναι κάτι που συμβαίνει σε σένα, δεν είναι απαραίτητο να συμβαίνει και στον άλλο».
Για τον ίδιο, ο πρώτος του μεγάλος έρωτας ήταν η σκηνή του θεάτρου, εκεί όπου μεταμορφωνόταν σε κάτι άλλο από ένα παιδί της Νίκαιας.
Στο πολυκλαδικό λύκειο του Αιγάλεω στα μέσα της δεκαετίας του ’80 τα παιδιά στήνουν παραστάσεις που ανεβαίνουν στο Δημοτικό Θέατρο του Πειραιά. Ο Μαζωνάκης συμμετέχει παθιασμένα υπό την επίβλεψη του ηθοποιού Γιώργου Τσιμπή, από το αμφιθέατρο του Σπύρου Ευαγγελλάτου.
Αυτό όμως θα τελειώσει μια σχολική μέρα όπου ο έφηβος Μαζώ ακολουθεί το σύνηθες δρομολόγιο σπίτι-σχολείο-σπίτι, όταν το μάτι του πέφτει πάνω στην ταμπέλα ενός μαγαζιού που στεγάζεται στον πρώτο όροφο ενός οικήματος.
Λέγεται «Μουσικό Ρετιρέ», είναι μια ανάσα από το σπίτι του και αυτό που του μένει είναι η ράμπα με τα φώτα που διακρίνεται.
«Εκείνη την ημέρα αναρωτήθηκα αν θα τραγουδήσω ποτέ σε αυτό το μαγαζί» χωρίς να φαντάζεται ότι αυτή η μέρα ήταν πολύ κοντά, για την ακρίβεια κάποιες εβδομάδες αργότερα.
Ήταν ένα βράδυ που ο Γιώργος μαζί με μια νεαρή θεία του φεύγει από ένα σχολικό πάρτι και πάει στο «Μουσικό Ρετιρέ» αποφασισμένος να λουστεί τα φτωχικά φώτα της μπάρας μπροστά σε ένα μικρόφωνο.
Ο ιδιοκτήτης «ζυγίζει» τον 15χρονο πιτσιρικά που του πλασάρεται σαν τραγουδιστής και τον στέλνει σπίτι του όταν βλέποντάς τον μαζί με την θεία του ρωτάει ποιος τραγουδάει.
«Εγώ» του λέει ο Μαζώ για να εισπράξει την απάντηση «άντε ρε από δω που τραγουδάς» από τον ιδιοκτήτη στον οποίο θα γίνει εφιάλτης πηγαίνοντας ξανά και ξανά.
Ο τελευταίος ενδίδει τελικά και ένα βράδυ του 1987, λίγο μετά την πρωτοχρονιά ο Γιώργος Μαζωνάκης έχοντας κατεβάσει δυο-τρία ποτά για να πάρει θάρρος βγαίνει στο πάλκο, σαν το τελευταίο όνομα του μαγαζιού.
Ο πρώτος άνδρας, η φίρμα δηλαδή, είναι ένα νέο παιδί ο οποίος εικοσιένα χρόνια αργότερα θα συναντηθεί ξανά με τον Μαζωνάκη στην πίστα του Fever.
Μόνο που αυτή τη φορά οι ρόλοι έχουν αντιστραφεί.
Ο αλλοτινός πιτσιρικάς είναι πλέον το πρώτο όνομα.
Η δασκάλα που έμεινε και η Μαρινέλλα
Το πρώτο βράδυ που τραγούδησε το μαγαζί έχει γεμίσει από το σόι του Γιώργου αφού γονείς, ξαδέρφια, θείοι και θείες συρρέουν για να τον στηρίξουν. Αρχίζει να τους προσφωνεί από το μικρόφωνο έναν-έναν και το ηχητικό ντοκουμέντο της πρεμιέρας του σε ένα μαγαζί που ήταν κάτι ανάμεσα σε ταβέρνα και μπουζούκια καταγράφεται σε κασέτα που έχει μέχρι σήμερα η μητέρα του.
Ένα χρόνο πριν πάντως ο γιος της είχε φροντίσει να πάρει και μια δεύτερη γνώμη για το αν ήταν καλός τραγουδιστής. Ξέροντας ότι ο πρώτος ξάδερφος της μητέρας του είχε παντρευτεί την σταρ τότε Νέλλη Γκίνη, της τηλεφώνησε και την ρώτησε που πρέπει να απευθυνθεί για να πάρει μια δεύτερη γνώμη.
Η Γκίνη τον στέλνει στην κυρία Άννα Διαμαντοπούλου, δασκάλα φωνητικής για να τον ακούσει λέγοντάς του «αν σου πει ότι δεν κάνεις παράτα τα». Μαζί του παίρνει τους γονείς του και έναν φίλο του πιανίστα, για να παίξει το τραγούδι που θα έλεγε αν δεν το ήξερε η δασκάλα!
Η Διαμαντοπούλου μένει ξερή όταν βλέπει ένα πιτσιρικά να έχει μαζί του και τον μουσικό του, τον ακούει και λέει στους γονείς του: «Το ταλέντο είναι έμφυτο, η τεχνική διδάσκεται» και και στα χρόνια που ακολουθούν είναι η δασκάλα του.
Ξερή όμως είχε μείνει και η Μαρινέλλα όταν ο δεκαπεντάχρονος ακόμα Μαζωνάκης που έχει πάει να την δει στο «Rex» πηγαίνει μετά το τέλος της εμφάνισής της στο καμαρίνι της για να την συγχαρεί.
Της συστήνεται ως «Γιώργος Μαζωνάκης, συνάδελφος» αναμιγνύοντας ιδανικά την ευγένεια με το θράσος της εφηβείας του, κάνοντας την μεγάλη κυρία του τραγουδιού να γελάσει με την καρδιά της πριν του ευχηθεί τα καλύτερα.
Θα μείνει στο «Μουσικό Ρετιρέ» για πέντε περίπου μήνες, πριν φύγει για να πάει σε ένα καλύτερο μαγαζί στον Πειραιά, ενώ αμέσως μετά θα ξεκινήσει να οργώνει την επαρχία.
Σταρ στην Πάτρα!
«Εκείνη την εποχή η επαρχία ήταν σοβαρό σχολείο. Αν έμενα στην Αθήνα όπου και να πήγαινα θα έλεγα μισό τραγούδι, άντε ένα και αυτό ήτανε. Ήταν διαφορετικά τα πράγματα τότε» θυμήθηκε ο Μαζώ σε μαι συνέντευξη που είχαμε κάνει μαζί πριν δέκα χρόνια.
«Όργωσε» την περιφέρεια τραγουδώντας σε σκυλάδικα αλλά και σε καλά μαγαζιά στην Καβάλα, στην Αλεξανδρούπολη στην Ρόδο και φυσικά στην Πάτρα, όπου πήγε για μια σεζόν και έμεινε τρία χρόνια.
Στην πρωτεύουσα της Αχαΐας τον στέλνει ένα γραφείο με το οποίο συνεργαζόταν εκείνη την εποχή. Είναι 1989 και στην τρίτη μεγαλύτερη πόλη της Ελλάδας κατεβαίνει χωρίς να γνωρίζει ότι από εκεί θα αρχίσει να συζητιέται το όνομά του στην δισκογραφία.
Η πρώτη του εμφάνιση είναι στο «Zoom» μαζί με την Νέλλη Γκίνη. Με την άνεση που είχε βγαίνει στην πίστα και εισπράττει την παντελή αδιαφορία των Πατρινών, που όπως θυμάται ο ίδιος «ήταν σαν να με είχανε χεσμένο».
Τελειώνει το πρόγραμμά του και πάει στο καμαρίνι του αποφασισμένος να φύγει την άλλη μέρα αλλά ο ιδιοκτήτης Νίκος Μπούφης του το ξεκόβει λέγοντάς του «δεν πρόκειται να πας πουθενά. Αύριο θα σε προσκυνάνε».
Το «αύριο» του Μπούφη δεν ήταν μεταφορικό, ήταν κυριολεκτικό αφού το επόμενο βράδυ οι Πατρινοί αποθεώνουν το Μαζωνάκη που έχοντας ήδη πέντε χρόνια στην πλάτη του αρχίζει να χτίζει ένα ξεχωριστό image, τόσο στιλιστικά όσο και ερμηνευτικά.
Θα περάσει από όλα τα νυχτερινά κέντρα της πόλης, την «Ουτοπία», την «Παριζιάνα», τον «Φάρο», θα γνωρίσει ανθρώπους και ακόμα και σήμερα κάνει λόγο για «κάποια από τα καλύτερά μου χρόνια». Ο κόσμος έχει λεφτά και βγαίνει, ο εικοσάχρονος τραγουδιστής πληρώνεται πολύ καλά και είναι πλέον πρώτο όνομα στο nightlife της Αχαϊκής πρωτεύουσας.
Ο Μουρατίδης κα το συμβόλαιο
Οι φήμες ότι στην Πάτρα γίνεται χαμός με έναν πιτσιρικά φτάνουν στην Αθήνα, αφού φροντίζουν γι΄ αυτό άνθρωποι που τον έχουν δει στην πίστα όπως ο Τάκης Ζαχαράτος και ο σχεδιαστής Μιχάλης Ασλάνης, αλλά το αυτί των δισκογραφικών εταιριών δεν ιδρώνει.
Δεν ιδρώνει όμως ούτε αυτό του Νίκου Μουρατίδη, ο οποίος εκείνο τον καιρό είναι υπεύθυνος διεθνούς ρεπερτορίου στην Polygram και δεν έχει καλή σχέση με το λαϊκό τραγούδι που εκπροσωπεί ο Μαζωνάκης.
Ο Ασλάνης είναι αυτός που θα σύρει με το ζόρι τον Μουρατίδη να δει τον Μαζωνάκη στο κέντρο που εμφανίζεται και ακόμα και σήμερα ο τελευταίος λέει ότι «δεν ξέρω αν του έκανα κάποια ιδιαίτερη εντύπωση».
Μόλις τελειώνει το πρόγραμμά του γνωρίζεται με τον άνθρωπο που αργότερα θα γινόταν ο μάνατζερ του, ο οποίος του ζητάει μια φωτογραφία.
Επιστρέφοντας στην Αθήνα θα πάει στο τμήμα του ελληνικού ρεπερτορίου της εταιρίας του και δίνοντας την φωτογραφία του Μαζώ θα πει: «Είναι ένας τραγουδιστής στην Πάτρα που κάνει κατάσταση, τον λένε Μαζωνάκη και αν σας ενδιαφέρει καλώς».
Η Polygram στέλνει στην Πάτρα τον πολύ ικανό και έμπειρο παραγωγό Γιώργο Μακράκη ο οποίος αντιλαμβάνεται άμεσα ότι έχει μπροστά του κάτι καλό όταν βλέπει τον Μαζώ στην πίστα.
Εκείνη την εποχή συνηθίζεται οι νέοι τραγουδιστές να πληρώνουν οι ίδιοι την παραγωγή του δίσκου τους και όταν ο Μακράκης του ζητάει να ανέβει στην Αθήνα για να κάνει δίσκο του ο Μαζώ ξεκαθαρίζει ότι «εγώ δεν έχω λεφτά για να πληρώσω την παραγωγή».
Ο Μακράκης γελάει του λέει ότι δεν θα πληρώσει για τον δίσκο και λίγες μέρες αργότερα το «Λόττο» όπως τον αποκαλούσαν οι μαγαζάτορες στην Πάτρα ανεβαίνει στην Αθήνα για να υπογράψει το πρώτο του συμβόλαιο.
Όταν όλα είναι έτοιμα για να βάλει την υπογραφή του «φοβήθηκα και λέω δεν υπογράφω. Νέος τραγουδιστής τώρα, να σου προσφέρουν συμβόλαιο και να λες όχι η τρελός πρέπει να είσαι η ψώνιο».
Ο Βίκος Αντύπας διευθύνων σύμβουλος της εταιρίας μένει με το στυλό στο χέρι όταν ο νεαρός τραγουδιστής κάνει πίσω και σαν δικαιολογία προβάλλει το γεγονός ότι δεν το έχει δει ο δικηγόρος του.
Κάτι απόλυτα λογικό από την στιγμή που δεν είχε δικηγόρο!
Παιδί της νύχτας
Επιστρέφοντας στην Πάτρα, αφήνει το συμβόλαιό του ανυπόγραφο στην Αθήνα και το ξεχνάει με την τρέλα των 21 χρόνων που κουβαλάει. Όταν παίρνει τηλέφωνο τον Νίκο Μουρατίδη και του το λέει, ο τελευταίος κοντεύει να χάσει τα λίγα μαλλιά που είχε και τον στέλνει στην πρωτεύουσα για να υπογράψει.
Το πρώτο του άλμπουμ θα κυκλοφορήσει το 1993 και θα περάσει χωρίς να ακουμπήσει κανέναν, απογοητεύοντας τον Μαζωνάκη, αλλά το επόμενο θα βγάλει το πρώτο του hit, το «Μη μου ζητάς να αλλάξω γνώμη» και το κλασικό του πλέον «Ανήκω σε μένα».
Στο «Carvel» γνωρίζεται με την Ρίτα Σακελλαρίου, με την οποία γίνεται φίλος, σε μια εποχή όπου ο Μαζώ δεν έχει κολλητούς γιατί δουλεύει πολύ όπως λέει ίδιος ή επειδή ανέκαθεν ήταν μοναχικός επιμένουν κάποιοι που τον έχουν ζήσει σε πολλά στάδια της ζωής του.
«Ο Γιώργος πάντα ήθελε τον χώρο του, πολύ περισσότερο από τους άλλους ανθρώπους» θα πει ένας από αυτούς, όχι πάντως οι κολλητοί του από το σχολείο, με τους οποίους συναντιέται ενίοτε.
Τα παιδιά που του έλεγαν «άντε ρε μαλάκα που θα γίνεις τραγουδιστής» ήξεραν ότι ο συμμαθητής τους θα γινόταν, μόνο που δεν φαντάζονταν ότι θα έπαιζε στην Α’ Εθνική όπως λένε για τους σταρ της νύχτας που είναι πρώτα ονόματα.
Μέχρι τα δεκαεννιά του είναι τύπος και υπογραμμός σε ότι έχει να κάνει με την καλώς εννοούμενη αλητεία, που περιελάμβανε πάρτι, clubbing και βόλτες μέχρι το ξημέρωμα όταν δεν δούλευε.
«Στα είκοσι έκοψα το λουρί» θα πει ο ίδιος χρόνια μετά. Ίσως κρατούσα πράγματα και απωθημένα επειδή είχα στο μυαλό μου μόνο τη δουλειά και μόνο γι’ αυτά μίλαγα, ίσως μετά να έκανα την επανάστασή μου».