Δύσκολες ώρες βιώνουν η Ευριδίκη και ο σύζυγός της, Μπόμπ Κατσιώνης, καθώς ο πατέρας του γνωστού καλλιτέχνη έφυγε από τη ζωή, σκορπίζοντας τη θλίψη. Το δυσάρεστο γεγονός μοιράστηκε ο Μπομπ Κατσιώνης με τους διαδικτυακούς φίλους του στο Facebook, γράφοντας ένα μακροσκελές και πολύ συγκινητικό κείμενο. 

 

 

«Ποτέ δεν τα πήγαινα καλά, με τις ανακοινώσεις θανάτων στο Facebook. “Καταλάβαινα” (η νόμιζα ότι καταλάβαινα) τον πόνο κάποιου κ την ανάγκη να το μοιραστεί, αλλά δε μου τα έσκαγε καλά η ιδέα κάτι τόσο σημαντικό να στοιβαχτεί ανάμεσα σε posts με ξέκ@λα και γνωμάρες για εμβόλια κλπ.

Παρ’όλα αυτά, αποφάσισα να το κάνω, πρώτον γιατί το μυαλό μου πάει να σπάσει από τις σκέψεις, δεύτερον, δε θα άντεχα να κάνω το επόμενό μου post για το οτιδήποτε, λες και δεν συνέβηκε ποτέ και, τρίτο και σημαντικότερο, μήπως στο τέλος αφήσει και ένα μικρό μήνυμα που θα σας βοηθήσει σε κάτι.

Και ας χαλάσουμε και λίγο το “perfect life profile” που πασχίζουμε όλοι να δείξουμε εδώ μέσα καθημερινά. Χαλάλι. Προχθές λοιπόν το βράδυ της 1ης Ιουλίου, σε μια από τις πιο ζεστές και ανυπόφορες μέρες των τελευταίων ετών, σε μια από τις πιο δύσκολες μέρες μου, που πέρασα 15 ώρες να γυρίζω δύο βιντεοκλιπ σε μία μέρα από το πρωί μέχρι τα μεσάνυχτα… ο Μιχαλάρας, μας “άφησε”, λίγο μετά τα 71 του.

Ίσως έτυχε, ίσως φρόντισε να λείπουν όλοι από το σπίτι (γιατί είχαμε και ένα άλλο κοντινό πρόσωπο να έχει μόλις κάνει μια δύσκολη εγχείρηση) βγήκε μέχρι την εξώπορτα να πάρει 2 ντομάτες από έναν γείτονα (με 40 βαθμούς) και μέχρι να ξαναμπεί στο σπίτι να πάει στο οξυγόνο του κ τη δροσιά του, είτε δεν άντεξε η καρδιά του, είτε απλά έκατσε στην καρέκλα του και, σαν γνήσιος γαύρος που ήταν, μας είπε το μεγάλο “Άντε Γεια”.

Ο Μιχαλάρας ήταν από χωριό, ήρθε στην Αθήνα, δούλεψε πολύ στα αυτοκίνητα, έζησε μια έντονη ζωή, έφτιαξε μια οικογένεια, πάντρεψε τα παιδιά του με δυο εξαιρετικούς ανθρώπους, και ήταν περήφανος. Μάγκας, τσαμπουκάς και περήφανος. Δεν ήθελε τους γιατρούς, (βάρεσε όμως τα εμβόλιά του πρώτος-πρώτος για να μπορεί να μας βλέπει) και πέρυσι λίγο πριν τον κορωνοϊό που μπήκε στο νοσοκομείο, τον έβλεπα ότι δεν ήθελε να τον βλέπουμε στο κρεβάτι ανήμπορο με τους καθετήρες και τα συναφή, ντρεπόταν να είναι έτσι μπροστά στη νύφη και τον γαμπρό του, τι να κάνουμε, έτσι ήταν.

Με τα λόγια δεν τα πήγαινε καλά, ήξερε πέντε-δέκα “κουβέντες της ζωής” και με αυτές προσπάθησε να μας εφοδιάσει. Όποτε στη ζωή μου είχα κάποιο πρόβλημα, η απάντηση του ήταν “Πες του να πάει να γ*μ@θει”. Στα πιο δύσκολα ήταν “γράψτους στα @@ σου”. Τότε δε με κάλυπταν σαν απαντήσεις, στην πορεία όμως, διαπίστωσα ότι ήταν ότι πιο σωστό μπορούσα να κάνω όταν μια κατάσταση με ζόριζε. Και προφανώς το έκανα.

Επίσης πάντα μου έλεγε “τα δόντια σου να προσέχεις ψηλέ” εκεί όμως τον έγραψα εγώ. Όταν στα 17 μου έπρεπε να δώσω Πανελλήνιες, ήρθε κ με ρώτησε “ρε ψηλέ, ο γιος του ταδε θα δώσει κάτι εξετάσεις, εσύ τι θα κάνεις, έχεις σκεφτεί;” Και εγώ του είπα τότε “Πατέρα, εγώ θα γίνω μουσικός”. “Καλά” μου είπε. Μπορεί άμα ήταν πιο “μορφωμένος” να μου πρότεινε ένα άλλο μέλλον, μια άλλη σχολή, μια άλλη επιλογή, να το συζητούσαμε όλοι μαζί στο τραπέζι, και τέτοια “πολιτισμένα”.

Είπε όμως το πιο σωστό που θα μπορούσε να μου πει, γιατί εκείνη τη στιγμή μου χάρισε ένα μέλλον που δεν θα μπορούσα καν να είχα ονειρευτεί. Λίγες μέρες μετά, όταν του ζήτησα να μου αγοράσει το πρώτο μου synthesizer που κόστιζε 500.000 δραχμες, και φυσικά τότε δεν είχαμε ΜΙΑ, βγαίνοντας άπω τον Νάκα θυμάμαι μου είπε “Ψηλέ, κανόνισε τώρα τι θα κάνεις και μη μου πεις μια μέρα τα παρατάω.”

Και πάλι μέσα έπεσε, τη συνεχεία την γνωρίζετε. Καμιά 20-ρια χρόνια μετά τριγυρνούσε με αφίσες Firewind κολλημένες στο αυτοκίνητο και του έλεγα, “ρε πάτερα βγάλτες από εκει”, “ψηλέ, δικό μου είναι το αμάξι, ότι θέλω κάνω”.

Που και που θα μου ζητούσε και καμιά πένα με το όνομα μου ή κάνα CD μου να δώσει σε κάναν φίλο, γνωστό ή και άγνωστο στο δρόμο! Χθες που πήγα να ξεπαρκαρω το αμάξι του είχε μέσα το “Noemon” CD μου. Λεπτομέρεια: το αμάξι δεν είχε καν CD player. Όταν απολύθηκα από το στρατό, το Σεπτέμβρη του 1999, του ζήτησα ένα δεκαχίλιαρο (δραχμές πάντα ε;) να πάρω κάτι βιβλία για να διδάσκω, και από τότε δε του ξαναζήτησα ποτέ και τίποτα.

Μου είχε ήδη δώσει τα εφόδια, με έστειλε στο Ωδείο από το υστέρημα του (παρότι στο σχολείο περνούσα με το ζόρι τις τάξεις) και με φράσεις όπως “του φευγάτου η μάνα δεν έκλαψε ποτέ” και άλλα τέτοια “λαικά”, μου έδειξε τον δρόμο να πορευτώ.  Όποτε τον ήθελα, ήταν εκεί. Με πήγε να παίξω στο Rock Of Gods και κουβάλαγε και το synthesizer μέσα στη ζέστη στη Δραπετσώνα, με πήγαινε χαράματα στα αεροδρόμια να φύγω για περιοδεία για πολλά χρόνια, και όταν πολύ αργότερα, στα 37 μου πήρα και ένα αμάξι, μου έμαθε μερικά κόλπα του δρόμου, και μου έλεγε “μη βιάζεσαι, κάτσε στη λωρίδα σου, μη κάνεις μαγκιές και 5 λεπτά μετά να πας… πες τους να πάνε να γ*μ@θουν”!!!

Δεν υπάρχει κάτι πιο σωστό από αυτό ,τελικά, άλλο που ο Μιχαλάρας στο δρόμο ήταν πάντα ο Fast & The Furious! Και όταν 2 φορές κατάφερα να κάψω κάναν κινητήρα, ήταν εκεί, να το πάρει να μου το φτιάξει, να το βρω έτοιμο όταν θα γυρίσω από το tour. Ο Μιχαλαρας λοιπόν, πάντα ήταν αυτός που κάθε μα κάθε μέρα μας έπαιρνε τηλέφωνο και μένα κ την αδερφή μου, εγώ ήμουν λίγο πιο “δυσεύρετος” βεβαία. Μπράβο μου. Ωραίος,ε;

Μετά την εισαγωγή του στο νοσοκομείο πέρυσι, αυτό άλλαξε, σήκωνα σχεδόν πάντα τα τηλέφωνα ή τον έπαιρνα μετά εγώ και πάντα η συζήτηση ξεκινούσε έτσι: “Ποοουυυυυυσαι ρε ψηλέ;” “Που’να μαι ρε πατέρα, εδώ στο στούντιο, δουλεύω”, “Μπράβο, πάντα δουλειά να έχεις, δε βλέπεις τι γίνεται εκεί έξω;”
Μετά τα λέγαμε για καμιά μπάλα, για κάνα ψιλο-νέο, έκλεινα το τηλεφωνώ και πάντα έβλεπα την διάρκεια της κλήσης…”1:47″, “2:05” και σκεφτόμουν, “ωραίος, τόσα λεπτά του έδωσα σήμερα, καλός μ*λάκας είμαι”.

Αλλά ήξερα ότι θα έχω πάντα ένα επόμενο τηλεφώνημα. Δεν μου έκανε ποτέ κανένα παράπονο, μου έλεγε μόνο “πάρε ρε ψηλέ κάνα τηλέφωνο τη μάνα σου”, άλλα ούτως η άλλως μαζί ήταν, άπλα ήθελε να πάρω και εγώ. Αλλά δεν έπαιρνα γιατί… ξέρετε γιατί. Οι γονείς μας είναι εκεί, πιο δεδομένοι από οτιδήποτε άλλο έχουμε, μέχρι…να μην το έχουμε και μετά να βλέπουμε τις αναπάντητες και να χτυπάμε το κεφάλι μας στον τοίχο.

Τους τελευταίους μήνες, του είχαμε “επιβάλλει” ένα smartphone, του φτιάξαμε προφίλ και κάθε φορά που έβλεπα να μου κάνει “like” ήταν το σημαντικότερο Like που μπορούσα να έχω! Με έκανε απίστευτα χαρούμενο! Ύστερα τον έπαιρνα τηλέφωνο και μιλούσαμε για αυτό το post και χαιρόμουν που ήταν μέρος της καθημερινότητας μου, από την οποία άθελα μου τον είχα αφήσει απέξω. Τώρα όμως ένιωθε και αυτός λίγο πιο κοντά μας.

Όταν δε μια μέρα, πριν κανά μηνά ξαφνικά είδα στα stories μου ότι είχε ανεβάσει μια φώτο από τον τοίχο του πατρικού μας, τον οποίο είχε μονώσει ολομόναχος (μέσα στη ζεστή σαν σωστός Hulk που ήταν βεβαίως) μπήκα στο μυαλό του και έκλαιγα, κοιτώντας μια χαζή φώτο ενός τοίχου. Τις τελευταίες μέρες με το Euro μιλούσαμε πιο συχνά, του έλεγα που έπιανα κάνα στοίχημα, με έπαιρνε να μου θυμίσει τους αγώνες και τέτοια. Ήταν ωραία.

Την Δευτέρα 28 μιλήσαμε 5 λεπτά, ήταν μια χαρά, ήθελε να τελειώσει τον τοίχο, του ειπα “κόψε τις μ*λακιες πατέρα με τους 40 βαθμούς” και την Τρίτη 29 έχασα μια κλήση του. Δυο μέρες μετά άφησε την τελευταία του πνοή την ώρα που εγώ δούλευα πυρετωδώς, χωρίς να πάρει κανέναν μας. Δεν ήθελε, δεν πρόλαβε… ποιος ξερει.

Δε θέλω να σας πω πως νιώθω για εκείνη την κλίση που έχασα, είναι ένα φορτίο που θα κουβαλάω, δε ξερό πόσο θα ελαφρύνει με τον καιρό, αλλα δε θέλω να το κουβαλήσει κανένας άλλος. Και αυτός είναι ο κυριότερος λόγος αυτού του κειμένου. Για να κλείσω, θέλω να πω ότι όσοι τον γνωρίσατε έστω και για 5 λεπτά, ξέρετε τι τύπος ήταν.

Μέσα στα χαβαλέ, την ατάκα, δεν άφηνε κανέναν ήσυχο, η να βαρεθεί και πάντα άρχιζε πρώτος την κουβέντα για να σπάει ο πάγος. Στα τραπέζια στο σπίτι, αν κάποιος δεν έτρωγε έλεγε “δε σε βλέπω να τρως ρε σουρουκλεμέ, μη χαίρεσαι, φας δε φας το ίδιο θα πληρώσεις” ή “ωραία περνάτε, είσοδος δωρεάν, έξοδος 10 ευρώ ,κανόνισε”.

Δε ήταν ποτέ τυπικός και formal και αυτό είναι κάτι που το πήρα και εγώ. Στην τράπεζα, στο σούπερ μάρκετ, παντού πείραζε τους πάντες και όλοι τον αγαπούσαν. Και όταν πήγαινα τα καλοκαίρια και δουλεία στο συνεργείο του, μου έκανε εντύπωση ότι μετά το πέρας της εργασίας, όταν κάθονταν και πίνανε ένα ουίσκι στο γραφείο και τον πληρώνανε, του έλεγαν πάντα “χιλια ευχαριστω ρε Μάκη” και σκεφτόμουν “γιατί να λες ευχαριστώ σε κάποιον που πληρώνεις να σου κάνει μια δουλειά;”

Στην πορεία κατάλαβα ότι η δουλειά του ήταν η ζωη του και ήταν τόσο κάλος μάστορας και έβαζε όλο του το μερακι που ο πελάτης παντα το εκτιμούσε και έμπαινε σαν πελάτης και έβγαινε σαν φίλος. Και αυτό προσπαθώ να κάνω και εγώ στη δική μου δουλειά και ας μου κοστίζει λίγο χρόνο παραπάνω, το “ευχαριστώ” που λαμβάνω, πάντα θα μου θυμίζει το συνεργείο με τα ημερολόγια της Pirelli, την τσιγαριλα και το καρφωμένο χιλιάρικο στον τοίχο.

Οι ιστορίες πολλές, οι κοντινοί μου τις έχετε ακούσει, όπως τοτε που ήρθε ο άλλος με το σακάκι μετα την τράπεζα να πάρει το αμαξι του, πείραζε φιλικά τον πάτερα μου, με εκείνους τους χαζο-τσαμπουκαδες του συνεργείου, και όταν ο Μιχαλαρας τον έπιασε από πίσω και του λέει “ρεεεεε μη τα βάζεις με τα σιδερά” και άκουσε κατι κρακ-κρακ, νόμιζε ότι εσπαγαν τίποτα μολύβια που είχε στο σακάκι, αλλά ήταν 4 πλευρά και τον τρέχαμε τον φουκαρά.

Ή ένα καλοκαίρι που μου έλεγε, “να έρθεις στο μαγαζί για δουλειά γιατί θα έρθει ο Δράκουλας την άλλη βδομάδα” και περίμενα εγώ τον Κομη Δράκουλα, ή κάναν τέτοιο μυστήριο πελάτη, και τελικά ήταν το όχημα της Κινητης Μοναδας Αιμοληψιας για επισκευή. 

Άμα φτάσατε μέχρι εδώ κάτω σας ευχαριστώ ειλικρινά, πάρτε και κρατήστε ότι θέλετε από την ιστορία μου, εγώ θα πάρω το κινητό του πάτερα μου για μια τελευταία φορά να μου κάνει ένα ακόμα “like” και να του πω ότι ΤΟΝ ΑΓΑΠΩ ΚΑΙ ΟΤΙ ΤΑ ΕΚΑΝΕ ΟΛΑ ΣΩΣΤΑ ακόμα και αν δε το ήξερε. Και στη μάνα μου ότι την αγαπω και αυτήν και την ευχαριστώ για όλα και θα είμαστε δίπλα της».

Leave a Comment