Μια μεγάλη ερμηνεύτρια, που διεκδικεί δικαιωματικά τον τίτλο του «θρύλου», γίνεται αφορμή για ένα βιβλίο που εξιστορεί μέσα από πολύμηνες μεσημεριανές συζητήσεις όλη της τη ζωή και παρουσιάζει το απόσταγμα μιας καριέρας σχεδόν 70 χρόνων διαρκούς παρουσίας. Η διαφορά από μια συνεπή βιογραφία είναι πως η Μαρινέλλα σε αυτή την περίπτωση είχε απέναντί της τον Γιάννη Ξανθούλη ως αντίστιξη στην αφήγηση της ζωής της.Έτσι, εδώ μιλά για ολόκληρη την πορεία της, από τα παιδικά της χρόνια στη Θεσσαλονίκη της δεκαετίας του ’40 μέχρι το πέρασμά της από διάφορες φάσεις της νυχτερινής διασκέδασης και τη γνωριμία της με άντρες, όπως ο μέγιστος Καζαντζίδης, που την καθόρισε ως τραγουδίστρια, ώστε να συναντήσει αργότερα τον θρίαμβο ως η απόλυτη σολίστ.Η Μαρινέλλα, περνώντας λοξά από την ιστορία της Ελλάδας, συζητά ανοιχτά για όλες τις προκλήσεις που αντιμετώπισε στην υπερφωτισμένη λεωφόρο της επιτυχίας. Μια γυναίκα που σήμερα, κατά την ένατη δεκαετία της ζωής της (γεννημένη το 1938), ξεδιπλώνει τον χρόνο με τα θετικά και τις αντιφάσεις του, έχοντας για συνομιλητή έναν συγγραφέα που παίζει συνειδητά τον «δικηγόρο του διαβόλου», αλλά που ταυτόχρονα την αντιμετωπίζει σαν μια προσωπικότητα πολύ πιο πάνω από την τραγουδιστική της υπόσταση, που δεν μένει στο εκτόπισμά της στην ιστορία του ελληνικού τραγουδιού με τις κοινωνικές παραμέτρους του.
Ο Γιάννης Ξανθούλης, αν και στενός φίλος της ερμηνεύτριας, ρίχτηκε στην περιπέτεια της συγγραφής αυτού του βιβλίου όσο πιο ψύχραιμα μπορούσε, ακριβώς επειδή έβλεπε εξαρχής τη Μαρινέλλα σαν ηρωίδα ενός μυθιστορήματος που γράφεται, ξαναγράφεται και συνεχίζει να κάνει το ίδιο κόντρα στις χρονικές προσδοκίες της κοινής λογικής. Ο συμβολισμός του τίτλου είναι προφανής. Μια γυναίκα που διέσχισε ατέλειωτες νύχτες με υπόκρουση έναν ωκεανό χειροκροτημάτων τώρα μπορεί να συνδιαλέγεται ανθρώπινα χωρίς απωθημένα υπό το μεσημεριάτικο φως. Οι κουβέντες και τα γεύματα έλαβαν χώρα μεσημέρια, ακολούθησαν οι τρυφερές ώρες του καφέ και η συγκίνηση των απογευματινών ωρών, συχνά με γέλια και όλες τις αισθηματικές εκδρομές στα τοπία της νοσταλγίας, όταν αυτό χρειάστηκε.Η ηρωίδα και ο συγγραφέας βρήκαν κοινές αφορμές στις αναμνήσεις τους, ανακάλυψαν συμπτώσεις και συγκινήσεις σε πράγματα απρόσμενα και εντέλει δημιούργησαν ένα πρωτότυπο ύφος, πετυχαίνοντας μια χρυσή τομή στην ισοτιμία των αισθημάτων τους.