Στην επιβλητική εξώθυρα της βίλας Alongquin – όνομα που παραπέμπει σε φυλή αμερικανικών αυτοχθόνων Ινδιάνων – στις όχθες της λίμνης της Ζυρίχης, δηλαδή στην αραιοκατοικημένη αστική φούσκα που χωρούν μόνο πολύ πλούσιοι, πολύ διάσημοι και πολύ σημαντικοί πολίτες – ή και ο συνδυασμός αυτών – υπάρχει μια διακριτική αλλά εμφανής προειδοποιητική επιγραφή: «Μην ενοχλείτε πριν από το μεσημέρι».
Μπορεί η Τίνα Τέρνερ, από το 1998 μόνιμη κάτοικος της έπαυλης που απλώνεται σε 5.500 τετραγωνικά μέτρα, είναι εξοπλισμένη με όλες τις τρυφηλές ανέσεις και εννοείται ότι απολαμβάνει ιδιωτική προνομιακή έξοδο προς τη λίμνη, να αποποιείται σε κάθε ευκαιρία το προσωνύμιο της ντίβας, ωστόσο, όπως προ πολλού έχει αποφανθεί ο θυμόσοφος λαός, πρώτα βγαίνει η ψυχή του ανθρώπου και μετά το χούι.
Άλλωστε ποιος ο λόγος να υπακούει στη βάσανο της πρωινής έγερσης μια γυναίκα που πριν από δώδεκα χρόνια έκλεισε τους λογαριασμούς της με τον επί σκηνής αντικατοπτρισμό της και χαιρέτησε με μια περιοδεία 90 συναυλιών σε ΗΠΑ και Ευρώπη. Πάντως, η στα μάτια κάποιων ελιτίστικη απόφασή της να αποφεύγει την πολλή συνάφεια του κόσμου πριν ο ήλιος μεσουρανήσει εξισορροπείται περίφημα από την πληροφορία που θέλει τη γιαγιά της ροκ με την ουρανομήκη καριέρα και την περιουσία των 250 εκατομμυρίων δολαρίων να μένει στο νοίκι. Εκεί στον τόπο όπου η 81χρονη Τέρνερ λέει πως ένιωσε για πρώτη φορά στην ζωή της τι σημαίνει σπίτι – κι αυτό δεν έχει να κάνει με το μέγεθος, την πολυτέλεια ή τη χλιδή αλλά περισσότερο με την ασφάλεια και τη θαλπωρή -, περιστοιχισμένη από τα αντίγραφα αρχαιοελληνικών και ρωμαϊκών αρχαιοτήτων που με συνέπεια συλλέγει εδώ και δεκαετίες, υπό το άγρυπνο βλέμμα των ομοιωμάτων του Βούδα στα διδάγματα του οποίου η ίδια βρίσκει διαχρονικά ανακούφιση και παρηγοριά αλλά και υπό τη σκέπη ενός πορτραίτου της που την απεικονίζει ως αρχαία αιγυπτιακή θεότητα η Τέρνερ θα παρακολουθήσει την ζωή της όλη να περνά μπροστά από μάτια της.
Στις 27 Μαρτίου κάνει πρεμιέρα στο αμερικανικό δίκτυο HBO το ήδη πολυσυζητημένο, διάρκειας 118 λεπτών ντοκιμαντέρ «Tina», μια συγκλονιστική, όπως προοιωνίζεται, αφήγηση για την ζωή, την πτώση και την αναγέννηση – προσωπική και επαγγελματική- της Άννα Μέι Μπούλοκ – αυτό είναι το πραγματικό όνομά της – μέσα από τα μάτια της Όπρα Γουίνφρεϊ, της Άντζελα Μπάσσετ που υποδύθηκε τη ροκ σταρ στη βιογραφική ταινία «What’s Love Got to Do with It» το 1993, της ίδιας της Τέρνερ αλλά και του πολυαγαπημένου, κατά δεκαέξι χρόνια νεότερου συζύγου της – στην πραγματικότητα αδελφής-ψυχής της – Ίρβιν Μπαχ.
Υπάρχουν πολλοί τρόποι για να θυμάται και να ανακαλεί κανείς τις καταβολές του αλλά και τη διαδρομή της ζωής του. Αλλά ένας μόνο για να την αφηγηθεί: επιστρατεύοντας τίποτα λιγότερο και τίποτα περισσότερο από την αλήθεια. Τουλάχιστον εκεί έχει καταλήξει έπειτα από 81 χρόνια ζωής – σίγουρα πολλαπλάσια αν πάρει κανείς ως μονάδα μέτρησης τις εμπειρίες- η Τίνα Τέρνερ. Και αυτή την αλήθεια αποφάσισε να μοιραστεί μπροστά στο φακό των Ντάνιελ Λίντσεϊ και Τ. Τζ. Μάρτιν οι οποίοι ανάμεσα στα άλλα ντοκουμέντα φέρνουν για πρώτη φορά στο φως της δημοσιότητας και το συνταρακτικό ηχητικό ντοκουμέντο από τη συνέντευξη της Τέρνερ στο περιοδικό People το 1981, όταν για πρώτη φορά αποκάλυπτε την κακοποίηση που είχε δεχτεί από τον πρώτο σύζυγο, καλλιτεχνικό μέντορα και για δυο σχεδόν δεκαετίες alter ego της Άικ Τέρνερ.
Η Τέρνερ έχει μιλήσει πολύ και εκτενώς για την εφιαλτική, οριακή κατάσταση που έζησε στα δεκαέξι χρόνια του πρώτου γάμου της. Έχει δώσει πολλές συνεντεύξεις, έχει γράψει τρεις βιογραφίες ενώ η σκηνή από το biopic της με την ηθοποιό Άντζελα Μπάσετ να δραπετεύει έπειτα από ξυλοδαρμό της από το ξενοδοχείο που κατέλυε με τον Τέρνερ ζητώντας αιμόφυρτη καταφύγιο σε ένα μοτέλ έχει παραδεχτεί πως δεν περιέχει δράμι μυθοπλασίας ή υπερβολής. Είναι βγαλμένη κατά κυριολεξία απ’ την ζωή της. Ωστόσο αυτή είναι ίσως η πρώτη φορά που η Τέρνερ αντιλαμβάνεται στην ουσία του το ρόλο της ως σύμβολο, ως πρότυπο ενδυνάμωσης και ως έμπνευση για γυναίκες που παραμένουν εγκλωβισμένες σε κακοποιητικές σχέσεις. Πλέον δεν κάνει χαριτωμένα αστειάκια για τον κακοποιητικό πρώτο σύζυγό της, όπως όταν το 1997 σε συνέντευξή της στον Λάρι Κινγκ αναρωτιόταν με περίσσευμα αμηχανίας «Ποιος Άικ;», αλλά μιλά με θάρρος και ειλικρίνεια για το μετατραυματικό στρες που ζει ακόμα, για τους εφιάλτες που επιστρέφουν σχεδόν μισό αιώνα μετά την απόδρασή της από το φαύλο κύκλο της ενδοοικογενειακής βίας. Η Τέρνερ πλέον ξέρει ότι ποτέ δεν είναι αργά να πιάσει από το χέρι τη μικρούλα Άνα Μπέι Μπούλοκ, να της πει πως όλα θα πάνε καλά και να ξέρει πως θα τηρήσει την υπόσχεσή της.
Γεννημένη το Νοέμβρη του 1939 στο Τενεσί η Τέρνερ ήταν η μικρότερη κόρη της οικογένειας. Μάλλον και η πιο παραμελημένη. Αν κάτι θυμάται ανάγλυφα από τα παιδικά χρόνια της είναι η χειρωνακτική εργασία στο μάζεμα του βαμβακιού, η φτώχεια και η ανέχεια, μα κυρίως η κακοποίηση που δεχόταν η μητέρα της από τον πατέρα της. Η βία εντυπώθηκε στο ασυνείδητό της. Δεν ήταν ότι δεν υπήρχε χώρος για ευχάριστες αναμνήσεις. Απλώς δεν γεννιόνταν τέτοιες στο φτωχικό των Μπούλοκ. Η οικογένεια μετακινούνταν συνεχώς, άλλαζαν πόλεις και σπίτια, η κακοποιητική σχέση των γονιών της ήταν η μόνη σταθερά. Όταν η Τέρνερ ήταν 11 ετών η μητέρα της τούς εγκατέλειψε. Συναντήθηκαν ξανά δυο χρόνια αργότερα, όταν ο πατέρας της παντρεύτηκε εκ νέου, μετακόμισε στο Ντιτρόιτ και έστειλε τις κόρες του στο Σεντ Λούις να ζήσουν με τη μητέρα τους.
Η Τέρνερ πιστεύει ακράδαντα μέχρι και σήμερα ότι δεν αγαπήθηκε ποτέ από τη μητέρα της, αν και προσπάθησε να επουλώσει τις πληγές. Έγινε διάσημη, της αγόρασε σπίτι, ήθελε να αναπληρώσει το χαμένο χρόνο όμως στην πραγματικότητα ξεγελούσε τις αυταπάτες της. «Έκανα τα πάντα για εκείνη, γιατί ήταν η μητέρα μου. Προσπαθούσα να την κάνω να έχει μια άνετη ζωή, γιατί δεν είχε άντρα, αλλά και πάλι δεν με συμπαθούσε. Δεν με ήθελε, δεν ήθελε να είναι κοντά μου, παρόλο που ήθελε την επιτυχία μου. Αλλά έκανα τα πάντα για εκείνη, σαν να με αγαπούσε». Σε κάθε περίπτωση η μετοίκηση στο Σεντ Λούις ήταν κομβικής σημασίας για τη μεταμόρφωση της αεικίνητης έφηβης Μπούλοκ – έπαιζε μπάσκετ, ήταν cheerleader, παράλληλα με το σχολείο εργαζόταν ως οικιακή βοηθός – σε ενήλικη εκκολαπτόμενη σταρ Τέρνερ.
Οι μεγαλύτερες αδελφές της σύχναζαν σε ένα κλαμπ της περιοχής, όπου εμφανιζόταν ο Άικ με τη μπάντα του, τους Kings of Rhythm. Αν και ανήλικη η Τέρνερ κατάφερνε να τρυπώνει μαζί τους. Ήταν μια ανόητη παρανομία που θα της άλλαζε την ζωή. Στην αρχή λέει πως τον ερωτεύτηκε πλατωνικά, το μόνο που ήθελε ήταν να τον παρακολουθεί ξέπνοη στη σκηνή, είχε εθιστεί στον τρόπο της ερμηνείας του. Γρήγορα συνδέθηκε συναισθηματικά με τον σαξοφωνίστα της μπάντας, με τον οποίο απέκτησε στα 18 της το πρώτο της γιο Κρεγκ. Μέχρι το 1960 η σχέση της με τον Τέρνερ ήταν εκείνη δύο ανθρώπων που κάπου είχαν συναντηθεί, ίσως από προηγούμενη ζωή, όπως η ίδια έχει πει. Άλλωστε εκείνος δεν ήταν καν ο άνθρωπος που αποφάσισε να της κάνει το χατίρι, να της δώσει δηλαδή μικρόφωνο για να τραγουδήσει. Το ξεκίνημα της καριέρας της η Τέρνερ το οφείλει στο ρίσκο που ανέλαβε ο ντράμερ του συγκροτήματος. Από τις πρώτες νότες που βγήκαν από το λαρύγγι της ο Τέρνερ ήξερε ότι είχε βρει τη μούσα του. Εκείνη από τη μεριά της αισθανόταν πως για πρώτη φορά στην ζωή της έδινε τα χέρια με την αναγνώριση και την αποδοχή.
Το 1960 η Άννα Μέι Μπούλοκ είχε μεταμορφωθεί πια στην Τίνα Τέρνερ. Μάλιστα ο Άικ φρόντισε να κατοχυρώσει το εμπορικό σήμα του καλλιτεχνικού ψευδωνύμου, αφού κατατρυχόταν από το σύνδρομο της εγκατάλειψης – αναδείκνυε τραγουδίστριες κι αυτές αντί για ευχαριστώ κυνηγούσαν σόλο καριέρες. Ο ερωτικός δεσμός τους ήταν από την αρχή τρικυμιώδης. Μάλιστα, όταν τους πρώτους μήνες της σχέσης η Τέρνερ του είπε ότι ήθελε να χωρίσουν εκείνος της απάντησε με ένα συντριπτικό χτύπημα στο κεφάλι. Η νεαρή τραγουδίστρια ήξερε ότι μέρα με τη μέρα βυθιζόταν σε έναν τοξικό δεσμό χωρίς διαφυγή.
Η επιτυχία τους άλλωστε ήταν ένας πρώτης τάξεως χαλί κάτω από το οποίο η Τίνα έκρυβε τις βιαιότητες του Άικ. Παντρεύτηκαν το 1963 στην Τιχουάνα, απέκτησαν ένα βιολογικό παιδί μαζί, τον Ρόνι, ενώ ο Άικ υιοθέτησε το γιο της Τέρνερ κι εκείνη τους δύο γιους του που είχε αποκτήσει από προηγούμενες σχέσεις του. Ο γάμος τους ήταν ένα ατέλειωτο μαρτύριο, σημαδεμένος από μώλωπες, χτυπήματα και εκδορές στο κορμί της Τέρνερ, γεμάτος από συντρίμμια σπασμένων αυτοκινήτων και καμμένων σπιτιών. «Τραγουδούσα κι είχα τη γεύση του αίματος στο λαιμό μου»
, θυμάται η Τέρνερ. Το 1968 αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει με Valium. Η αληθινή λύτρωση θα ερχόταν οκτώ χρόνια αργότερα, όταν αιμόφυρτη εγκατέλειπε τον σύζυγό της και έκανε το μεγάλο βήμα προς την ελευθερία. «Δεν είχα τίποτα. Μόνο το όνομά μου», έχει πει. Και κυριολεκτούσε, αφού στο μοτέλ του Ντάλας όπου αναζήτησε καταφύγιο εκείνη τη βραδιά έφτασε με 36 σεντς στο πορτοφόλι της.
Όμως το ένστικτο της επιβίωσης ήταν πολύ εκκωφαντικό για να το αγνοήσει. «Το σεξ με τον Αικ ήταν μια έκφραση εχθρότητας – ένα είδος βιασμού – ειδικά όταν ξεκινούσε ή τελείωνε με ξυλοδαρμό. Το μίσος ανάμεσα μάς γινόταν χειρότερο με κάθε μυτιά. Μου πέταγε καυτό καφέ στο πρόσωπο προκαλώντας εγκαύματα τρίτου βαθμού», θυμάται στο βιβλίο της «My Love Story» όπου λέει ακόμα πως ο Άικ Τέρνερ ήταν εξαρτημένος από την κοκαΐνη επειδή έτσι θεωρούσε πως γινόταν καλύτερος εραστής. Το διαζύγιό τους εκδόθηκε το Μάρτιο του 1978 ενώ λίγα χρόνια πριν από το θάνατό του το 2007 που προήλθε από υπερβολική κατανάλωση κοκαΐνης ο Άικ Τέρνερ είχε διαγνωστεί με διπολική διαταραχή. Η Τίνα Τέρνερ, το κορίτσι που το 1967 γινόταν εξώφυλλο στο δεύτερο τεύχος του περιοδικού Rolling Stone και που ένα χρόνο νωρίτερα άνοιγε με τον Άικ την αμερικανική περιοδεία των Rolling Stones, έπρεπε να ξεκινήσει από την αρχή. Κόντευε τα 40, ήταν γυναίκα, μαύρη, άφραγκη, χρεωμένη ως το λαιμό και απαξιωμένη από ατζέντηδες και δισκογραφικές. Κυρίως ήταν ένα συναισθηματικό ναυάγιο. Ή θα μάθαινε κολύμπι ή θα την κατάπινε ο βυθός.
Ξεκίνησε να τραγουδά παντού. Όπου μπορούσε να τραγουδήσει. Σε τηλεοπτικές εκπομπές, στα καζίνο του Λας Βέγκας, σε ξενοδοχεία της Νέας Υόρκης. Το μεροκάματο έβγαινε, όμως κανείς δεν την έπαιρνε σοβαρότερα απ’ όσο έπρεπε σε ένα act που ισορροπούσε μεταξύ νοσταλγίας και ντεκαντάνς. Την αναγέννησή της την οφείλει στην αλλαγή του στιλ – ενδυματολογικού και μουσικού -, στον καλό της φίλο Ντέιβιντ Μπόουι που σχεδόν εκβίαζε τους παράγοντες των δισκογραφικών να τον συνοδεύουν στο ξενοδοχείο Ritz της Νέας Υόρκης όπου η Τέρνερ τραγουδούσε στις αρχές των 80s και στον Ροντ Στιούαρτ που της άνοιξε την πόρτα του Saturday Night Live. Η ίδια πιστεύει ότι τη δεύτερη ευκαιρία της την έδωσε η Ευρώπη. Δεν έχει άδικο. Τα τραγούδια της, τα οποία παρεμπιπτόντως δεν τα έχει περί πολλού και θεωρεί ότι η σκηνική παρουσία της είναι εκείνη που τα αναβάθμιζε, πρώτα αγαπήθηκαν από το ευρωπαϊκό κοινό και κατόπιν ως είδος εισαγωγής επέστρεψαν στις ΗΠΑ – δεν τα πήγαν άσχημα αν αθροίσει κανείς τα 100 εκατομμύρια σε πωλήσεις δίσκων και τα δώδεκα βραβεία Grammy που περιλαμβάνει η σοδειά της γιαγιάς της ροκ.
Αν η Τέρνερ έχει ένα παράπονο είναι πως ποτέ στην πατρίδα της δεν έγινε τόσο διάσημη όσο η Madonna. Τη Γηραιά Ήπειρο έχει κι έναν ακόμα λόγο να την αγαπά – άλλωστε έχει πια πολιτογραφηθεί μόνιμη κάτοικος Ελβετίας και έχει αποποιηθεί την αμερικανική υπηκοότητα – αφού εδώ γνώρισε και τον σύντροφο της ζωής της Ίρβιν Μπαχ. Συναντήθηκαν πρώτη φορά στο αεροδρόμιο Χίθροου του Λονδίνου το 1986, όταν εκείνος, στέλεχος της EMI, είχε αναλάβει να την προϋπαντήσει. Η Τέρνερ παρά τα δεκαέξι χρόνια της διαφοράς ηλικίας τους το ήξερε από την πρώτη στιγμή ότι ήταν ο ένας. Και είχε έρθει στην ζωή της την κατάλληλη ώρα, ακριβώς τη στιγμή που ήθελε όσο ποτέ άλλοτε να αγαπήσει και κυρίως να αγαπηθεί. Χρειάστηκαν 27 χρόνια συμβίωσης για να αποφασίσουν να ανταλλάξουν όρκους αιώνιας πίστης και αγάπης ενώπιον θεού και ανθρώπων.
Το έκαναν με κάθε επισημότητα σε μια βουδιστικής κοπής τελετή στο σπίτι τους στην Ζυρίχη τον Ιούλιο του 2013 με καλεσμένους ανάμεσα σε άλλους την Όπρα Γουίνφρεϊ και τον Ντέιβιντ Μπόουι. Τρεις εβδομάδες αργότερα η Τέρνερ χτυπήθηκε από εγκεφαλικό επεισόδιο. Το ξεπέρασε, όμως χρειάστηκε να μάθει να περπατά από την αρχή. Παλιά της τέχνη. Η Τέρνερ έμαθε από παιδί να ανατρέπει τα προγνωστικά, να είναι πιο δυνατή κι από την ίδια την ζωή που την προίκισε γενναιόδωρα με βάσανα – έχει αντιμετωπίσει καρκίνο του παχέος εντέρου, έχει υποβληθεί σε μεταμόσχευση νεφρού με δότη τον σύζυγό της, ενώ πριν από λίγα χρόνια σκέφτηκε σοβαρά το ενδεχόμενο ευθανασίας – και τη σημάδεψε με προσωπικές τραγωδίες. Πριν από μόλις τρία χρόνια ο πρωτότοκος γιος της Κρεγκ, 59 ετών, αυτοπυροβολήθηκε στο διαμέρισμά του στο Λος Άντζελες. Η Τίνα Τέρνερ κατάφερε να επιβιώσει. Όχι εύκολα ή ανέξοδα. Στα 81 της είναι πια μια σύγχρονη ηρωίδα. Και μιλά με την τόλμη, την παρρησία και την αυτογνωσία που μόνο εκείνες κατέχουν: «Δεν ήταν μια καλή ζωή. Τα καλά δεν κατάφεραν να σβήσουν τα άσχημα. Η ζωή μου ήταν γεμάτη κακοποίηση και δεν μπορώ να αποκρύψω αυτό το κομμάτι της. Είναι η πραγματικότητα. Είναι η αλήθεια και πρέπει να την αποδεχθώ. Είναι ο μόνος τρόπος να πω την ιστορία μου».