Την έχει κάνει τραγούδι, την έχει χτυπήσει τατουάζ, έχει γράψει στίχους για το φεγγάρι και τον κόσμο της, έχει εμπνευστεί από τη φύση της.
Ο λόγος για την αιώνια ερωμένη του Στέλιου Ρόκκου, την πατρίδα του τη Λήμνο, που δείχνει να διαπερνά το ασυνείδητο αλλά και τη σκέψη του. Απόδειξη ότι επιστρέφει στην πατρίδα του για να στήσει τον δικό του «επίγειο παράδεισο», όπως μας περιγράφει το εξοχικό του, αλλά και για να δώσει μια ανοιχτή συναυλία που συγκέντρωσε 6.000 κόσμο, μια γενναία προσφορά της Περιφέρειας Βορείου Αιγαίου για τον κόσμο του νησιού.
Ο λόγος για την αιώνια ερωμένη του Στέλιου Ρόκκου, την πατρίδα του τη Λήμνο, που δείχνει να διαπερνά το ασυνείδητο αλλά και τη σκέψη του. Απόδειξη ότι επιστρέφει στην πατρίδα του για να στήσει τον δικό του «επίγειο παράδεισο», όπως μας περιγράφει το εξοχικό του, αλλά και για να δώσει μια ανοιχτή συναυλία που συγκέντρωσε 6.000 κόσμο, μια γενναία προσφορά της Περιφέρειας Βορείου Αιγαίου για τον κόσμο του νησιού.
Σε ένα κλίμα συγκίνησης, κάτω από το αυγουστιάτικο φεγγάρι, στην πανέμορφη παραλία του Μούδρου, ο Στέλιος Ρόκκος αφού ευχαρίστησε επί σκηνής τον περιφερειάρχη Κωνσταντίνο Μουτζούρη για το δώρο που έκανε στον κόσμο να προσφέρει αυτή τη συναυλία, πήρε το μικρόφωνο και καλωσόρισε τους συντοπίτες τους σε «αυτό το πάρτυ που άργησε κάποια χρόνια λόγω κορωνοϊού», λέγοντας χαρακτηριστικά πως «Ολοι εσείς απόψε αποδεικνύετε ότι αυτό που λένε πως κανείς δεν αγιάζει στον τόπο του, δεν ισχύει». Το «ΘΕΜΑ» βρέθηκε εκεί ακολουθώντας τον Στέλιο Ρόκκο από τα παρασκήνια μέχρι τη σκηνή και από την προετοιμασία της συναυλίας μέχρι την περίφημη ξεκούραση του πολεμιστή στο σπίτι του, όπου διαμένει μόνιμα μαζί με τη σύζυγό του Λελέ Γκόφα παρέα με τα ζώα τους, και έμαθε τα μυστικά του ευτυχισμένου βίου του στο νησί.
Δίνοντας τον καλύτερό του εαυτό με αξέχαστες επιτυχίες όπως «Διαμάντια και ρουμπίνια», «Θάλασσα», «Καλοκαίρια», «Πόσες φορές» αλλά και με τραγούδια άλλων συνθετών όπως των Θανάση Παπακωνσταντίνου ή Σωκράτη Μάλαμα -«ενός από τους καλύτερους συνθέτες», όπως μας λέει-, ο Στέλιος Ρόκκος επιβεβαίωσε το όνομα του πλέον αγαπημένου τραγουδοποιού και ενός ερμηνευτή που έχει άλλη επικοινωνία με το κοινό του.
Γι’ αυτό δεν είναι να απορείς που στην παραλία που περιβάλλει τον πανέμορφο κόλπο του Μούδρου, που από την αρχαιότητα τον θεωρούν ευλογημένο, αφού από εκεί βγαίνουν σε αφθονία ψάρια και διάφορα «φρούτα της θάλασσας», είχε μαζευτεί, ώρες πριν, πλήθος κόσμου κουβαλώντας ψυγειάκια με μπίρες και τρόφιμα, σαν τις παλιές εποχές που η Ελλάδα διατηρούσε ακόμα ζωντανό τον χαρακτήρα της αθωότητας. Κορίτσια και αγόρια, γυναίκες και άνδρες από τις διαφορετικές γενιές που είχαν χορέψει, κλάψει και συγκινηθεί με τα τραγούδια του Ρόκκου έσπευσαν να τιμήσουν τη δυναμική επανεμφάνιση του δικού τους ανθρώπου, ο οποίος τους προέτρεπε από σκηνής να χαίρονται τη ζωή τους, να αμαρτάνουν αν τύχει, και να θυμούνται ότι η ζωή στη Λήμνο δεν μπορεί ποτέ να είναι θλιβερή.
Ισως γιατί ο τόπος κρατάει ακόμα τον ανόθευτο χαρακτήρα του, που δεν έχει αλλοτριωθεί από τον τουρισμό, ίσως επειδή οι κάτοικοι έχουν αυτή την ευγένεια που λείπει στις μέρες μας. Καθώς καθόμαστε περιμένοντας να αρχίσει η συναυλία μαζί με τον ηθοποιό Αντώνη Λουδάρο, στο εστιατόριο «Το Κύμα», το οποίο στολίζουν παλιές φωτογραφίες της Λήμνου από τους απέραντους σιτοβολώνες και τις ομορφιές του νησιού, όλοι έχουν να μας πουν τη δική τους ιστορία για τον δικό τους άνθρωπο, τον Στέλιο Ρόκκο.
Εχει έναν εμπειρικό τρόπο να συνδέεται με τους ανθρώπους του νησιού, οι οποίοι, ωστόσο, δεν ξεχνούν ότι παρά τις τεράστιες επιτυχίες, τη συμμετοχή του στο «X factor» και τις διαρκείς εμφανίσεις σε διάφορες συναυλίες -σε λίγο θα εμφανιστεί στο «Ολοι μαζί μπορούμε»- ο Ρόκκος μπορεί να πίνει μαζί με τον απλό κόσμο τα τσίπουρά του συζητώντας για την καθημερινότητα στο νησί και κουβαλώντας τα ψάρια που ο ίδιος ψαρεύει με τη βάρκα του.
Ο μύθος, η ιστορία, οι άνθρωποι, η φύση γίνονται, με αυτόν τον τρόπο, αξεχώριστα ένα, σε ένα ελληνικό σύμπαν που μοιράζεται τα μυστικά του και ενώνει διασημότητες και καθημερινό κόσμο στην ανοιχτή αιγαιοπελαγίτικη συνθήκη με την ίδια αίσθηση που έδινε πάντα το νησί στον Ρόκκο και που σήμερα θέλησε να ξαναζήσει για τα καλά. Δεν είναι επομένως τυχαίο που ο ίδιος πήρε την απόφαση, λίγα χρόνια πριν, να επιστρέψει μόνιμα στο νησί του στήνοντας τον δικό του επίγειο παράδεισο στην άκρη της παραλίας Κέρος, στο δικό του χωριό, που πλέον θεωρείται το μέρος των σέρφερ ή αλλιώς «το Λος Αντζελες της Λήμνου», όπως μας αναφέρει περήφανα κάποιος ντόπιος.
«Το έκανα γιατί με συμβούλευσε ο ψυχίατρός μου», μας απαντά ο Στέλιος Ρόκκος γελώντας όταν τον ρωτάμε πώς πήρε μια τέτοια απόφαση να αφήσει την Αθήνα και να επιστρέψει σε αυτή την απόμερη άκρη του νησιού, μακριά από τις λαμπερές νύχτες και τις πολυτέλειες.
«Με είχε αρρωστήσει η ζωή στην πόλη και για να μην τρελαθώ, για να διατηρήσω την ψυχική μου ισορροπία, αποφάσισα να επιστρέψω. Πούλησα το σπίτι στην Αθήνα και αποφάσισα να στήσω εδώ όχι μόνο ένα σπίτι, αλλά ένα καταφύγιο έχοντας ό,τι ακριβώς αγαπώ: τη γυναίκα μου, τα ζώα μου, ένα στούντιο για τη μουσική μου, αφού δεν έχω πάψει να δουλεύω ούτε λεπτό. Ολο και κάτι νέο ετοιμάζω», μας λέει για την έμπνευση που φαίνεται να μην τον εγκατέλειψε καθόλου αφού ήταν πολύ παραγωγικός κατά την περίοδο του κορωνοϊού. Συνθέτης αλλά και στιχουργός, κριτής στο «X factor», τραγουδοποιός εν ενεργεία σε μια σειρά από συναυλίες, άνθρωπος της δράσης και της περιπέτειας πώς, αλήθεια, καταφέρνει να ζει απομονωμένος στην άκρη ενός απομακρυσμένου νησιού; Δεν φοβήθηκε όταν πήρε την απόφαση ότι θα μετανιώσει; «Μα είναι δυνατόν να φοβάται κάποιος τον παράδεισο;» είναι η αποστομωτική του απάντηση καθώς κυριολεκτικά το εξοχικό-σαλέ που έχει χτίσει εδώ με τη δική του αισθητική, φροντίδα και αγάπη έχει πραγματικά ό,τι χρειάζεται.
Κυρίως, όμως, έχει την ενέργεια που νιώθεις να υπάρχει παντού στο νησί, μιας ησυχίας, γαλήνης και αγάπης που δίνει στη λέξη «ζεν» άλλη αξία μετατρέποντάς τη σε στάση ζωής. «Δεν φοβήθηκα λοιπόν», μας απαντάει με τον τίτλο από τραγούδι του, βγαλμένο θαρρείς από τη ζωή.
«Η καθημερινότητά μου είναι πραγματικά πολύ δημιουργική και πολύ γεμάτη εδώ: μπορώ να έχω τη μουσική μου και να δουλεύω στο δικό μου στούντιο, να ασχολούμαι με τη γλυπτική στο εργαστήρι, να πηγαίνω στο αμπέλι ή να κάνω βόλτα με το φουσκωτό για ψάρεμα. Η ζωή μου έχει γίνει πραγματικά ποιοτική και έχει περάσει σε άλλο επίπεδο, ενώ είναι σίγουρο ότι αν είχα μείνει στην Αθήνα, θα είχα μαραζώσει».
Ζώντας μια όμορφη καθημερινότητα, ο Στέλιος Ρόκκος με τη Λελέ Γκόφα έχουν βρει τον δικό τους τρόπο να απολαμβάνουν κάθε στιγμή έχοντας αλλάξει, όπως μας λέει, τόσο διατροφή όσο και τρόπο ζωής. Τρέφονται ποιοτικά με διαιτολόγιο βασισμένο στις φρέσκες ύλες, κατευθείαν από το μποστάνι που διατηρούν στο κτήμα τους, ανασαίνουν φρέσκο αέρα, σέβονται κάθε στιγμή της παραγωγής της ύλης, αυτή την επαφή με τη φύση που στα μάτια του Ρόκκου αποκτά τελετουργική διάσταση.
Γι’ αυτό και ο ίδιος δεν σταματά να μελετά τους Ιάπωνες που τόσο θαυμάζει στην ξυλογλυπτική, αυτούς που κατάφεραν να ενώνουν το ξύλο χωρίς να το τραυματίζουν, χωρίς καρφιά, με υψηλή σοφία, ακρίβεια και λεπτότητα – με τον ίδιο δηλαδή τρόπο που δουλεύει ο ίδιος τη μουσική του. Σε πολλά σημεία, μάλιστα, του σπιτιού βλέπουμε λεπτομέρειες που μας θυμίζουν την ιαπωνική τεχνική από τους «κήπους του τσαγιού», που σέβονται όλα τα στοιχεία από το έδαφος μέχρι τα βότσαλα, τα οποία συμβολίζουν τους ανθρώπους, με φυτά που μοιάζουν με γλυπτά και διαδρόμους-μονοπάτια που σε οδηγούν στις λιτές περιοχές ξεκούρασης και συλλογισμού. Ολα εδώ είναι μελετημένα ώστε να προσφέρουν γαλήνη και ηρεμία, με τη διακόσμηση να δίνει έμφαση-σε τι άλλο;-στο στοιχείο του ξύλου, το οποίο ο ίδιος δείχνει πλέον να γνωρίζει από πρώτο χέρι.
«Στη Λήμνο γεννήθηκα και μεγάλωσα και τόσο η μητέρα μου αλλά και οι παιδικοί μου φίλοι είναι άμεσα συνδεδεμένοι με το νησί μου. Τόπος γέννησης είναι, για την ακρίβεια, το Κοντοπούλι και μεγάλωσα εδώ στην Καλλιόπη και στο Κέρος», μας λέει σε τραπέζι που μας παραθέτει με τα πλούσια δώρα της θάλασσας που έχει ψαρέψει ο ίδιος, όπως λαχταριστά μπαρμπούνια και φρέσκο μπακαλιάρο. Συνοδευόμενα από ωραίο, δροσερό κρασί και για επιδόρπιο, μέλι με την κηρήθρα, δεν είναι να απορείς που δεν θέλει να φύγει από τη Λήμνο.
«Ωστόσο, δεν ήταν πάντα έτσι, μικρός είχα έντονες τάσεις φυγής, όπως όλοι οι έφηβοι», επισημαίνει. «Ημουν επαναστάτης και είχα άλλα όνειρα, που δεν μπορούσαν να πραγματοποιηθούν εδώ. Επρεπε να φύγω, αφού τότε έβλεπα τον τόπο με άλλα μάτια, δεν μπορούσα να εκτιμήσω όλα αυτά που μου δίνονται τώρα», ομολογεί ξέροντας πως είναι αυτό το διαφορετικό βλέμμα που τον κάνει πλέον να διακρίνει το ποιοτικό και το ουσιαστικό από το σκάρτο.
Οσο για την ενέργεια του νησιού, ο συνδυασμός έντασης, που οφείλεται στα ανενεργά ηφαίστεια που υπάρχουν στη Λήμνο, με τη γαλήνη που επικρατεί παντού, είναι προφανής ακόμα και στον ξένο που επισκέπτεται το νησί πρώτη φορά, όπως εμείς. Αφού περάσαμε αχανείς σιτοβολώνες που δίνουν στη Λήμνο αυτόν τον ολόχρυσο χαρακτήρα, χαζέψαμε πουλιά και ερωδιούς σε λίμνες, εντυπωσιαστήκαμε από τους δαντελωτούς κολπίσκους, φτάσαμε στην άκρη του νησιού, στο Κέρος, σε αυτό το χωριό όπου ο Στέλιος Ρόκκος έχει χτίσει το εξοχικό του.
Στην είσοδο ξεχωρίζει το φουσκωτό του, έτοιμο, όπως πάντα, για θαλάσσιες εξορμήσεις, στο πλάι το μποστάνι και λίγο πιο πέρα τα αμπέλια, απ’ όπου ο Ρόκκος παράγει το δικό του κρασί. Επίσης, εκτός από τα ψάρια που ψαρεύει ξέροντας την τέχνη που του έμαθε ο πατέρας του από μικρός, ενίοτε του αρέσει να τρέχει και με τα άλογα – και οι σκηνές που μας περιγράφει μοιάζει να έχουν βγει από ταινία. Ωστόσο όταν τον ρωτάμε τι είναι αυτό που αγαπάει στη Λήμνο, η απάντησή του είναι αποστομωτική: «Πώς μπορώ να αγαπάω ένα πράγμα;» μας απαντά. «Δεν μπορώ να ξεχωρίσω κάτι συγκεκριμένο, θα ήταν σαν να την προδίδω, είναι όλα μαζί, όλα αυτά που μου έχει χαρίσει όλα αυτά τα χρόνια». Και προφανώς το εννοεί.
«Ο Στέλιος Ρόκκος γεννήθηκε στη Λήμνο. Βλέποντας θάλασσα, ουρανό, βάρκες να φεύγουν για ταξίδι, αέρηδες να σηκώνονται από το πουθενά κι ανήσυχες γυναίκες να ανοίγουν τα παράθυρα για να κλείσουν τα παντζούρια, μην τα πάρει ο βοριάς, κοιτώντας με ανησυχία τον ουρανό», γράφει χαρακτηριστικά ο Λάκης Λαζόπουλος στον κατάλογο της έκθεσης με τίτλο «Keros» με τις δημιουργίες Rockwood, δηλαδή με περίτεχνα γλυπτά του Στέλιου Ρόκκου που έλαβε χώρα φέτος το καλοκαίρι στη Μύκονο στο «Principote» με μεγάλη επιτυχία.
Ξύλινες δημιουργίες του Στέλιου Ρόκκου υπάρχουν σε κάθε γωνιά του σπιτιού -από την απίστευτη ζεν καρέκλα που με τις καμπύλες της αγκαλιάζει το σώμα σου και το σύμπαν μέχρι το δέντρο που έχει στήσει ως το πιο ωραίο ινσταλέσιον του σπιτιού- αλλά και τον εντυπωσιακότατο καθρέφτη, τις τρομερές καρέκλες και το απίστευτο τραπέζι. Τα περισσότερα γλυπτά έχουν εδώ τη δική του σφραγίδα, αποτέλεσμα της μανιακής ενασχόλησής του με την τέχνη του ξύλου, στην οποία έχει αφοσιωθεί απόλυτα, όπως σε οτιδήποτε και αν κάνει. «Με πάθος το κάνω, όπως σε όλα, αφού το λίγο δεν μου ταιριάζει. Πρέπει να είναι μεγάλο κάτι, για να το καταλάβω», λέει γελώντας όταν ρωτάω πώς είναι δυνατόν να έχει φτιάξει δημιουργήματα που σίγουρα θα ζήλευε ο σπουδαίος Μασάκι Κόντο.
Σεβόμενος την ιαπωνική φιλοσοφία που θέλει το ξύλο να προέρχεται από τη φύση και να επιστρέφει με έναν τρόπο με σεβασμό σε αυτήν, με την απλότητα αλλά και την περίτεχνη έμφαση στην ελάχιστη λεπτομέρεια, ο Ρόκκος έχει καταφέρει να φτιάξει δημιουργήματα που δεν είναι απλώς έπιπλα αλλά ουσιαστικά έργα τέχνης.
Και όντως ως τέτοια έσπευσαν να τα αγοράσουν ξένοι επισκέπτες της έκθεσής του στη Μύκονο χωρίς καν να ξέρουν ποιος ακριβώς είναι ο σχεδιαστής τους: ακόμα και ο Μάικλ Κορς, σύμφωνα με πληροφορίες μας, έχει αυτή τη στιγμή στην κατοχή του γλυπτό του Stelios Rokkos και δεν θα μπορεί, σίγουρα, να φανταστεί πώς ένας διάσημος τραγουδοποιός μπορεί να φτάσει να πουλάει τα γλυπτά του σε ανθρώπους που αναμφίβολα ξέρουν από διακόσμηση και από τέχνη – και οι τελευταίοι να τα πληρώνουν ακριβά. Αλλά ο ίδιος έχει επενδύσει σε μια σειρά από πανάκριβα μηχανήματα που στολίζουν το εργαστήριό του, σε κάθε λογής εργαλεία, αλλά και σε άπειρες εργατοώρες που αφιερώνει στην ξυλογλυπτική του.
Ολα ξεκίνησαν όταν το 2006 ο νεαρός Στέλιος Ρόκκος μάζεψε από την παραλία στο Κέρος κάτι ξύλα που είχε ξεβράσει το κύμα κι έφτιαξε αυτόν τον εντυπωσιακό καθρέφτη. Φαινόταν ότι το ’χει, του άρεσε το αποτέλεσμα, αλλά δεν έμεινε εκεί, στον ερασιτεχνισμό. Ηθελε, για μία ακόμα φορά, να μάθει κάθε λεπτομέρεια της τέχνης, με την ίδια μανία που θέλει να ξέρει καθετί με το οποίο καταπιάνεται. Ταξίδεψε μέχρι την Αυστρία, όπου βρήκε τον καλύτερο χειριστή του τόρνου, αλλά και στην άλλη άκρη της Ελλάδας όπου συνάντησε τον σημαντικότερο δάσκαλό του, με τον οποίο πια διατηρούν, όπως μας λέει, στενή φιλία. «Και μέρα με τη μέρα άρχισε να ακούει τον ήχο του ξύλου», όπως γράφει χαρακτηριστικά ο Λάκης Λαζόπουλος στο κείμενο που προλογίζει τον κατάλογο της έκθεσης. Γιατί, όπως ομολόγησε και ο ίδιος ο Ρόκκος στον ηθοποιό «Το ξύλο είναι ζωντανό. Γι’ αυτό στραβώνει, γι’ αυτό μεταμορφώνεται. Γιατί ο κορμός ποτέ δεν πεθαίνει. Εχει δύναμη το ξύλο, τεράστια.
Οι ναυτικοί όταν θέλουν να σπάσουν έναν βράχο, βάζουν μια σφήνα από ξύλο ανάμεσα. Το ξύλο σπάει τον βράχο» για να αντιληφθεί έκτοτε ότι αυτό είναι το υλικό με το οποίο θα ντύσει έκτοτε τον δικό του κόσμο ομολογώντας και σ’ εμάς πως «Τα δέντρα είναι ψυχές, έχουν τα δικά τους μυστικά, πρέπει να τα αγαπήσεις για να σου αφεθούν». Στον ίδιο, πάντως, δεν αρνήθηκαν να πουν όλα όσα κρατούσαν κρυμμένα στο εσωτερικό των κορμών τους για αιώνες, ίσως γιατί είδαν ότι πίσω από το ανατρεπτικό προφίλ του διάσημου ερμηνευτή κρύβεται η αθώα καρδιά ενός μικρού παιδιού που όταν γελάει το κάνει με την καρδιά του, όπως και όταν ονειρεύεται. Πώς το λέει το τραγούδι του Παύλου Σιδηρόπουλου που ερμήνευσε ο Στέλιος Ρόκκος στη συναυλία; «Εχε το νου σου στο παιδί γιατί αν γλιτώσει το παιδί, υπάρχει ελπίδα»! Ισως αυτό να είναι τελικά το μυστικό, το πιο σημαντικό, πάνω απ’ όλα.